τυφοπλάστης

τυφοπλάστης
τῡφο-πλάστης, ου, ,
A inventor of falsehood,

μυθογράφων ἢ μιμολόγων ἢ τυφοπλαστῶν τὰ μηδενὸς ἄξια σεμνοποιούντων Ph.2.345

(vv. ll. τυφλοπα-, τυφλοπλα-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τυφοπλάστης — ὁ, Α αυτός που επινοεί ψεύδη («μυθογράφων ἢ μιμολόγων ἢ τυφοπλαστῶν τὰ μηδενὸς ἄξια σεμνοποιούντων», Φίλων). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. κηρο πλάστης] …   Dictionary of Greek

  • τυφοπλαστῶν — τυφοπλάστης inventor of falsehood masc gen pl τυφοπλαστέω invent a falsehood pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφοπλαστώ — έω, Α [τυφοπλάστης] επινοώ ψεύδη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”